εξερεθίζω

εξερεθίζω
εξερέθισα, εξερεθίστηκα, εξερεθισμένος, μτβ., ερεθίζω υπερβολικά, εξεγείρω, εξοργίζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξερεθίζω — εξερεθίζω, εξερέθισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξερεθίζω — (AM ἐξερεθίζω) [ερεθίζω] ερεθίζω υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • ἐξερεθίζῃ — ἐξερεθίζω stimulate pres subj mp 2nd sg ἐξερεθίζω stimulate pres ind mp 2nd sg ἐξερεθίζω stimulate pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξερεθίζει — ἐξερεθίζω stimulate pres ind mp 2nd sg ἐξερεθίζω stimulate pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξερεθίζοντα — ἐξερεθίζω stimulate pres part act neut nom/voc/acc pl ἐξερεθίζω stimulate pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξερεθίσαι — ἐξερεθίζω stimulate aor inf act ἐξερεθίσαῑ , ἐξερεθίζω stimulate aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξερεθιζόμενοι — ἐξερεθίζω stimulate pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξερεθισθείς — ἐξερεθίζω stimulate aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξερεθισθέντες — ἐξερεθίζω stimulate aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξερεθίζειν — ἐξερεθίζω stimulate pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”